Ο γιατρός Δημήτρης Βελλής και η αρκετά νεότερη γυναίκα του Ειρήνη, που προέρχονται απ' τη Μικρά Ασία, εγκαθίστανται στην Ανάβυσσο, όπως και πολλοί άλλοι πρόσφυγες. Η Ειρήνη, αντί να καλλιεργήσει διατροφικά είδη –σιτηρά, αμπέλια ή κηπευτικά–, όπως συστήνει η κυβέρνηση, προτιμάει να ασχοληθεί με την καλλιέργεια τριαντάφυλλων. Οι συγχωριανοί τους έχουν τα δικά τους προβλήματα: ο Φώτης Γλάρος, σκάβοντας μια μέρα το χωράφι του, βρίσκεται μπροστά σ’ ένα αρχαίο άγαλμα, αλλά αποκρύπτει επιμελώς το γεγονός. Μια κυρία, που περιμένει εναγωνίως την επιστροφή του γιου της από το μέτωπο, μαθαίνει τη δυσάρεστη είδηση του θανάτου του. Ο Δημήτρης αισθάνεται ότι ο γάμος του έχει ναυαγήσει, και απ' την άλλη δεν μπορεί να συνεννοηθεί με τους άλλους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Η Ειρήνη, νιώθοντας το αδιέξοδο, σε μια στιγμή απόγνωσης ξεριζώνει τις τριανταφυλλιές.