Ένα τραπέζι. Ξύλινο. Βαρύ. Πάνω του κηροπήγια, πιάτα γεμάτα, κανάτες με κρασί. Τα αγαθά ξεχειλίζουν, σαν σε γιορταστικό δείπνο. Οι συνδαιτημόνες έρχονται, χαιρετούν με χαμόγελο, αλλά κρατούν κρυφά μυστικά μέσα στα οποία ζει η μνήμη. Κάθονται μετωπικά, σε παράταξη, ο ένας δίπλα στον άλλον. Σαν να θέλουν να βγάλουν αναμνηστική φωτογραφία. Διάφανο φως μπαίνει από την οροφή. Στο βάθος ο σκοτεινός καθρέφτης , με πατίνα από την φθορά του χρόνου. Κυριακάτικο (;) τραπέζι; Η στοχαστική ώρα του αυστηρού δείπνου; Η ώρα της χαράς; Η ώρα όπου η πληγή θα ανοίξει; Ή θα γιατρευτεί;